header image

Επιχειρησιακές ΣΣΕ - Προέκταση, εξειδίκευση και συμπλήρωμα, όχι υποκατάστατο των κλαδικών ΣΣΕ.

Βασιλική Ν. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δρ. Οικονομίας της Εργασίας

Ειδική Σύμβουλος της ΟΤΟΕ

 

Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: Προέκταση, εξειδίκευση και συμπλήρωμα, όχι υποκατάστατο των κλαδικών ΣΣΕ.


Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ θεσπίστηκαν με το Ν. 1876/90 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Με αυτό το θεσμικό πλαίσιο συστηματοποιήθηκε μια πρακτική που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται σε αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις στη χώρα μας, με την υπογραφή «ειδικών συμβάσεων» ή «πρακτικών συμφωνίας», που κάλυπταν συνήθως πρόσθετες μισθολογικές παροχές της επιχείρησης προς τους εργαζόμενους, ειδικά θεσμικά θέματα, μέχρι και διμερείς Κανονισμούς Εργασίας.

Με το Ν. 1876/90 ορίστηκε ότι οι επιχ/κές ΣΣΕ καλύπτουν όλους ανεξαίρετα τους εργαζόμενους της επιχείρησης, ανεξάρτητα από ειδικότητα, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε μέλη και σε μη μέλη του συνδικάτου που τις συνάπτει.[1].

Από την πλευρά των εργαζομένων, ικανότητα να συνάπτει επιχειρησιακή ΣΣΕ έχει μόνο το πιο αντιπροσωπευτικό σωματείο της επιχείρησης και εάν δεν υπάρχει τέτοιο, το αντίστοιχο πρωτοβάθμιο κλαδικό. Ο εργοδότης, προκειμένου να έχει ικανότητα και υποχρέωση διαπραγμάτευσης επιχειρησιακής ΣΣΕ, αρκεί να απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζόμενους.

Αντικείμενο των επιχειρησιακών ΣΣΕ μπορούν να είναι όλα τα θέματα που, σύμφωνα με το νόμο, μπορούν να ρυθμίζονται από ΣΣΕ : ‘Οροι αμοιβής και εργασίας, όροι σύναψης και λήξης συμβάσεων, δικαιώματα-υποχρεώσεις συμβαλλομένων μερών, θέματα άσκησης επιχειρηματικής πολιτικής, στο μέτρο που αυτή επηρεάζει άμεσα τις εργασιακές σχέσεις, συστήματα κινήτρων, πρόσθετες παροχές κ.α.[2]

Ακόμα, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, με επιχειρησιακές ΣΣΕ θεσπίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται οι Κανονισμοί Εργασίας, ενώ ρυθμίζονται και ειδικά θέματα, λ.χ. ο αριθμός και οι ειδικότητες των εργαζομένων που θα αποτελέσουν το Προσωπικό Ασφαλείας σε περίπτωση απεργίας.[3]

‘Όμως, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ δεν μπορούν να ρυθμίσουν οποιοδήποτε θέμα με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με την «ελεύθερη βούληση» ή τον «καθαρό συσχετισμό δύναμης» των συμβαλλόμενων σε αυτές μερών. Λ.χ. δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους που να είναι δυσμενέστεροι των ΕΓΣΣΕ, ούτε να ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα ή όρους εργασίας κλπ. παροχές σε δυσμενέστερη βάση από τις κλαδικές ΣΣΕ που ισχύουν και εφαρμόζονται στο χώρο τους. Ακόμα, δεν είναι δυνατόν μια επιχειρησιακή ΣΣΕ να εισάγει «εξαιρέσεις» ή δυσμενέστερες της κλαδικής διατάξεις λ.χ. για το ωράριο εργασίας, ή να ακυρώσει θεσμικές κατακτήσεις της, ως αντάλλαγμα για τυχόν υψηλότερες αποδοχές ή άλλες παροχές που η επιχείρηση χορηγεί στο προσωπικό της. [4]

Εννοείται ότι η επιχειρησιακή ΣΣΕ, όπως και καμιά άλλη, δεν έχει νόημα να επαναλάβει στις διατάξεις της ρυθμίσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, ούτε μπορεί να τις τροποποιήσει σε δυσμενέστερη για τον εργαζόμενο βάση. 

‘Όταν ο νόμος 1876/90 αναγνώρισε επίσημα τις κλαδικές συμβάσεις με τη σημερινή τους μορφή, εισήγαγε ταυτόχρονα και τη δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακών ΣΣΕ. Η δυνατότητα αυτή δημιούργησε την εντύπωση ότι οι επιχειρησιακές ΣΣΕ θα μπορούσαν, αργά ή γρήγορα, να ανταγωνιστούν και να εξαφανίσουν τις κλαδικές ΣΣΕ εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε, αυτές θα ήταν και «πιο ευέλικτες», «πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες και στις δυνατότητες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων».

Στα 14 χρόνια λειτουργίας του νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις αποδείχθηκε ωστόσο ότι:

  • Æ οι μεν κλαδικές ΣΣΕ δεν μπορούσαν, από μόνες τους, να πραγματευθούν εξαντλητικά και να λύσουν τα προβλήματα ή τις ειδικές ανάγκες κάθε εργασιακού χώρου, πόσο μάλλον να προωθήσουν αιτήματα μεμονωμένων εργασιακών ομάδων, σε κάθε εργασιακό χώρο.

  • Æ οι δε επιχειρησιακές ΣΣΕ, από τη φύση τους, δεν μπορούσαν να πραγματευθούν και να θέσουν ενιαίους κανόνες και θεμιτά πλαίσια λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων για το σύνολο των ομοειδών και συναφών επιχειρήσεων που ο νομοθέτης οριοθέτησε ως «κλάδο», ούτε να ανταποκριθούν στην ανάγκη ύπαρξης ενός «βασικού κοινού παρονομαστή» μεγεθών, κανόνων και αρχών στα μισθολογικά και στα θεσμικά-λοιπά θέματα, ώστε να διασφαλίζονται οι στοιχειώδεις κανόνες θεμιτού ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιχειρήσεις του κάθε κλάδου. Εάν συνάπτονταν μόνο επιχειρησιακές ΣΣΕ, θα καταλήγαμε σε αποκλίνουσες και περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις ανά επιχείρηση, αφήνοντας στην τύχη τους (και στο κακώς εννοούμενο «απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα» του εργοδότη) τους εργαζόμενους των λιγότερο ισχυρών συνδικαλιστικά – αλλά όχι απαραίτητα των οικονομικά ασθενέστερων- επιχειρήσεων του κάθε κλάδου.

Η πρακτική δείχνει ότι η ομαλότητα των εργασιακών σχέσεων και του ανταγωνισμού, αλλά και ο σωστός συγκερασμός των απαραίτητων για κάθε κλάδο ενιαίων κανόνων, εγγυήσεων και πλαισίων με τις ιδιαιτερότητες κάθε εργασιακού χώρου, επιβάλλουν την παράλληλη λειτουργία, τη διαδοχικότητα και τη συμπληρωματικότητα των επιχειρησιακών με τις κλαδικές ΣΣΕ.

Στον τραπεζικό κλάδο έχουμε μια μακρόχρονη και αρκετά επιτυχημένη εμπειρία συνδυασμού των κλαδικών ΣΣΕ ΟΤΟΕ- Τραπεζών με επιχειρησιακές ΣΣΕ.

  • Æ Οι κλαδικές ΣΣΕ θέτουν τα ενιαία και απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού πλαίσια αμοιβών, κανόνων και παροχών που οφείλουν να τηρούνται σε ολόκληρο τον κλάδο. Αποτελούν την έκφραση της συλλογικής βούλησης και αλληλεγγύης, τη μισθολογική και τη θεσμική ασπίδα ολόκληρου του κλάδου. Η αποτελεσματική κάθε φορά διαπραγμάτευση και σύναψή τους, όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά διευρύνει τη δυνατότητα των επιχειρησιακών συνδικάτων, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προεκτείνουν και να εμπλουτίσουν τις κατακτήσεις τους, ανταποκρινόμενα στις ειδικές ανάγκες και στα κάθε φορά δεδομένα του δικού τους εργασιακού χώρου.      

  • Æ Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ διαμορφώνουν, ανάλογα με τις ανάγκες των εργαζομένων κάθε επιχείρησης, τα ειδικά θεσμικά ή οικονομικά θέματα και τις προτεραιότητες των επιμέρους χώρων, το συμπληρωματικό πλαίσιο, (είτε αυτό λέγεται ειδικά επιδόματα και παροχές σε επιμέρους κατηγορίες ή και στο σύνολο των εργαζομένων μιας επιχείρησης, είτε πρόγραμμα πρόσθετης ασφάλισης, είτε ένα ειδικό επιχειρησιακό σύστημα εκπαίδευσης, ανάδειξης στελεχών ή κινήτρων, είτε μια περαιτέρω βελτίωση των κλαδικών παροχών κλπ.), που αφορά ειδικά στους εργαζόμενους στην επιχείρηση αυτή.

Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που, κατά κανόνα, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ ακολουθούν χρονικά τη σύναψη των κλαδικών ρυθμίσεων, ώστε να συμπληρώνουν, να εξειδικεύουν ή ακόμα και να βελτιώνουν τις κλαδικές κατακτήσεις, χωρίς να τις θέτουν σε επαναδιαπραγμάτευση ή σε αμφισβήτηση.


[1] ‘Αρθρο 8, παρ. 3 Ν. 1876/90 «Εφόσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή ΣΣΕ, οι κανονιστικοί όροι της ισχύουν υποχρεωτικά και στις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζόμενων που απασχολούνται από τον εν λόγω εργοδότη».

[2] ‘Αρθρο 2 Ν. 1876/90, όπως ισχύει

[3] ‘Αρθρο 8 Ν. 2224/94, άρθρο 2 Ν. 2224/94 αντίστοιχα

[4] ‘Αρθρο3 παρ. 2 Ν. 1876/90, άρθρο10 Ν. 1876/90