header image

«ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ» : Επιχειρήσεις για τους ΜΕΤΟΧΟΥΣ ή για τους «ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΥΣ»;

Βασιλική Ν. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δρ. Οικονομίας της Εργασίας

Ειδική Σύμβουλος της ΟΤΟΕ

 

 

«ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ» :

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΟΧΟΥΣ

‘Η ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΥΣ»;

 

 

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία στη χώρα μας για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη–Ε.Κ.Ε.

 

Η έννοια της «επιχείρησης – καλού, ηθικού και κοινωνικά υπεύθυνου πολίτη» είναι, ωστόσο, αρκετά παλιά. Στις ΗΠΑ τη συναντάμε ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Στην Ευρώπη αρχίζει να προβάλλεται στη δεκαετία του ’90, ως εργαλείο στη μάχη κατά του κοινωνικού αποκλεισμού. Το 2000, στη διάσκεψη κορυφής της Λισσαβώνας και στο Συμβούλιο της Νίκαιας, γίνεται έκκληση στο αίσθημα ευθύνης των επιχειρήσεων για ουσιαστική στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής της Ε.Ε.

 

Με την «Πράσινη Βίβλο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2001), η Ε.Κ.Ε αναγορεύεται σε βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η Πράσινη Βίβλος ορίζει την έννοια, τα κριτήρια, τα αντικείμενα και τη χρησιμότητα της ΕΚΕ, ως απαραίτητου στοιχείου της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής της Ε.Ε. Καλεί όλες τις επιχειρήσεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην απαραίτητη κοινωνική βιωσιμότητα και αποδοχή της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, να αναπτύξουν αλλά και να διαδώσουν «κοινωνικά υπεύθυνες-καλές πρακτικές».

 

Στην «Πράσινη Βίβλο», η Ε.Κ.Ε ορίζεται ως η εθελοντική ενσωμάτωση κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων στις δραστηριότητες της επιχείρησης, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες στη δραστηριότητά της ομάδες συμφερόντων, τους συμμετόχους της (stakeholders).

 

Με αυτή την έννοια, επαναφέρει στο προσκήνιο τις σχέσεις επιχείρησης και κοινωνίας στη σύγχρονη διεθνοποιημένη οικονομία.

 

Στην πράξη, οι περισσότερες επιχειρήσεις τηρούν αμυντική στάση απέναντι στις κοινωνικές συνέπειες της λειτουργίας και των επιλογών τους, προσπαθώντας απλώς να τηρούν (ή να φαίνεται ότι τηρούν…) τους κανόνες και την ισχύουσα νομοθεσία. Ορισμένες αναπτύσσουν δραστηριότητες φιλανθρωπικού-κοινωνικού – πολιτιστικού χαρακτήρα, αλλά συχνά επικρίνονται ότι αυτό το κάνουν για λόγους γοήτρου, διαφήμισης, ή φορολογικούς.

 

‘Όμως η Ε.Κ.Ε. απαιτεί συστηματική υπέρβαση των τυπικών υποχρεώσεων της «κοινωνικά υπεύθυνης επιχείρησης». Η πλήρης τήρηση των νόμων και των συμβατικών υποχρεώσεών της, είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για το χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως «κοινωνικά υπεύθυνης».

 

Με άλλα λόγια, η Ε.Κ.Ε δεν είναι υποκατάστατο των νόμων, των κανόνων και των θεσμών, αλλά αναγκαίο συμπλήρωμά τους. Είναι συνειδητή, συνολική και συστηματική δέσμευση της επιχείρησης:

 

  • Ö να ενσωματώνει στη δραστηριότητά της κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους
  • Ö να καινοτομεί και να συνεισφέρει στην κοινωνία και στον περίγυρό της,
  • Ö να στηρίζει και να συνεργάζεται με τους συμμετόχους της.

 

Βασικοί συμμέτοχοι κάθε «κοινωνικά υπεύθυνης επιχείρησης» είναι:

 

  • Οι μέτοχοί της, ανεξάρτητα από τα μερίδια που κατέχουν
  • Η διοίκηση και τα στελέχη της
  • Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων
  • Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι
  • Οι δημόσιες αρχές
  • Η «τοπική κοινωνία»[1]
  • Οι υπεργολάβοι και οι προμηθευτές της
  • Οι καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών της.

 

Απέναντι σε όλους αυτούς, η επιχείρηση οφείλει να αναλαμβάνει:

 

  • Ö Πρωτοβουλίες διαφανούς πληροφόρησης, διαβούλευσης, εξυπηρέτησης και σύνθεσης των ιδιαίτερων συμφερόντων, παραπόνων και αναγκών τους, αλλά και
  • Ö συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ότι οι επιδιώξεις της δεν θα εξυπηρετούν μόνο τους μετόχους, αλλά ει δυνατόν όλες τις ομάδες συμφερόντων που ενέχονται στη λειτουργία της.

 

Τα παραπάνω απέχουν έτη φωτός από τις (όχι και τόσο ξεχασμένες…) απόψεις του Friedman[2], ότι :

 

  • Æ η μόνη «κοινωνική ευθύνη» των επιχειρήσεων είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους
  • Æ κάθε εταιρεία είναι αποκλειστικά όργανο των μετόχων-ιδιοκτητών της,
  • Æ κάθε κοινωνική παροχή της επιχείρησης είναι οικονομικά αναποτελεσματική, επομένως απαράδεκτη, αφού στερεί το μέτοχο από τη δυνατότητα να λάβει και να διαθέσει ελεύθερα το μέρισμά του.

 

Στον αντίποδα αυτών των απόψεων, η σύγχρονη «κοινωνικά υπεύθυνη» επιχείρηση : [3]

  • n Είναι υπόλογη στις κοινότητες που επηρεάζει με τη δραστηριότητά της
  • n Αναπτύσσει ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στα δικαιώματά της και την κοινωνική ευημερία
  • n Προωθεί και αναπτύσσει την Ε.Κ.Ε σε όλες τις διαστάσεις της δράσης της
  • n ‘Εχει σαφείς, διακηρυγμένες και συμβατές μεταξύ τους αξίες, αρχές, στόχους, σκοπούς και πρακτικές.
  • n Ενημερώνει, διαλέγεται, εξυπηρετεί και ενισχύει όλους τους συμμετόχους της
  • n Συνεργάζεται με την κοινωνία των πολιτών, τα συνδικάτα, τις εθνικές και τοπικές αρχές
  • n Δεσμεύεται στην προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης
  • n Κάνει συχνούς, ειλικρινείς και σαφείς απολογισμούς για την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική της επίδοση

 

 

Δεν έχει εντοπισθεί κάποια επιχείρηση που να ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό το (μάλλον ιδεατό) πρότυπο. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι η Ε.Κ.Ε είναι ακόμα ένα διαφημιστικό τρυκ των επιχειρήσεων, για να βελτιώσουν τη φήμη τους ή για να προσελκύσουν ευαισθητοποιημένους θεσμικούς επενδυτές και καταναλωτές.

 

Οι επιφυλάξεις αυξάνουν κατακόρυφα, όταν μεταξύ των υποστηρικτών της ΕΚΕ συγκαταλέγονται επιχειρήσεις που δεν διακρίνονται για τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στην εργατική ή την περιβαλλοντική νομοθεσία.

 

Στον κοινωνικό διάλογο για την ΕΚΕ, που ήδη αναπτύσσεται μέσα από το Ευρωπαϊκό Πολυμερές Φόρουμ[4], τα συνδικάτα έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους, αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς πρέπει να ορίζεται και να πιστοποιείται η Ε.Κ.Ε, ώστε:

  • Ö να διασφαλιστεί μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη, με σύγκλιση και κοινωνική συνοχή στην Ενωμένη Ευρώπη
  • Ö να στηριχθεί και να διευρυνθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.

 

Αντίστοιχες προτάσεις, προβληματισμούς και ιδέες, έχει επεξεργαστεί, ειδικά για τον κλάδο μας, η ΟΤΟΕ. Αυτές αναπτύχθηκαν τόσο στο πρόσφατο(27ο) Συνέδριό της, όσο και στις θεσμικές διεκδικήσεις της για τη νέα κλαδική ΣΣΕ.

 

 

Στα προηγούμενα, σκιαγραφήσαμε την έννοια και τις υψηλές προσδοκίες για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (Ε.Κ.Ε), αλλά και κάποιες επιφυλάξεις για τα πραγματικά κίνητρα και τις προθέσεις αρκετών επιχειρήσεων που δηλώνουν «κοινωνικά υπεύθυνες».

 

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά οικονομικά κίνητρα και οφέλη για τις επιχειρήσεις αυτές, τόσο σε όρους γοήτρου, φήμης, θετικής προβολής των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, όσο και σε όρους προσέλκυσης καταναλωτών και θεσμικών επενδυτών.

 

Μελέτες για τους παράγοντες ανταγωνιστικότητας στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες οικονομίες[5], δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις έχουν όλο και περισσότερο ανάγκη τους «συμμετόχους» τους (εργαζόμενους, τοπικούς φορείς, συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, προμηθευτές, καταναλωτές), για να στηρίξουν και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Γι’ αυτό, οφείλουν τουλάχιστον «να φαίνονται» (αν όχι και να είναι…) κοινωνικά υπεύθυνες.

 

Η ΕΚΕ, είτε ως επιφαινόμενο, είτε ως συνειδητή και συνεπής επιλογή, έχει νόημα και απτά οφέλη για τις σύγχρονες επιχειρήσεις. Από την πλευρά των συνδικάτων, ωστόσο, η ΕΚΕ αντιμετωπίζεται

  • F είτε ως απόπειρα υπαγωγής των κοινωνικών υποχρεώσεων, ρυθμίσεων και θεσμών σε λογικές αποσπασματικής και ανεξέλεγκτης επιχειρησιακής αυτο-ρύθμισης,
  • F είτε ως ευκαιρία αναβάθμισης των κοινωνικών επιδόσεων, του διαλόγου και της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων σε κάθε εργασιακό χώρο.

 

Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα[6], αναδεικνύουν ζητήματα απασχόλησης, αξιοποίησης και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, ποιότητας εργασιακών σχέσεων, κατάρτισης και ίσων ευκαιριών, τήρησης κωδίκων δεοντολογίας και καλών πρακτικών στις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, διενέργειας επενδύσεων «ηθικών» και φιλικών στο περιβάλλον, δημοσιοποίησης ειλικρινών και λεπτομερών Κοινωνικών Απολογισμών, αλλά και συλλογικής επεξεργασίας σαφών, συγκρίσιμων και μετρήσιμων «δεικτών-κριτηρίων κοινωνικής υπευθυνότητας», ως κεντρικά θέματα του κοινωνικού διαλόγου για την ΕΚΕ.

 

Η ΟΤΟΕ, στον Προγραμματισμό Δράσης του 27ου Συνεδρίου της, βλέπει την Ε.Κ.Ε ως έννοια άρρηκτα δεμένη με τον ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, με αρχές και πλαίσια προστασίας της απασχόλησης, αλλά και με την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων που διεκδικεί για τον κλάδο. Γι’ αυτό και στηρίζει, κατ’ αρχήν, την ανάπτυξη πραγματικά υπεύθυνων επιχειρήσεων στη χώρα μας και στον τραπεζικό κλάδο.

 

Εκτιμώντας, ωστόσο, πως η κοινωνική υπευθυνότητα δεν μπορεί να είναι αυτοφυής, μονομερής και αυτορυθμιζόμενη, η Ομοσπονδία θέτει τις ακόλουθες βασικές αρχές για την ΕΚΕ:

 

  • Æ Μια επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρείται «κοινωνικά υπεύθυνη» επειδή κάνει λ.χ. χορηγίες, μεμονωμένες παροχές ή δωρεές, εάν πρωτίστως δεν τηρεί και δεν σέβεται τους εργατικούς νόμους, τις ΣΣΕ, τις ίσες ευκαιρίες, τους θεσμούς και τα πάσης φύσεως ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα και στο χώρο που λειτουργεί.
  • Æ Τα κριτήρια για να χαρακτηρισθεί μια επιχείρηση «κοινωνικά υπεύθυνη», πρέπει να είναι σαφή και συγκεκριμένα. Να έχουν διαμορφωθεί μέσα από συλλογικές διαδικασίες, όπου τα συνδικάτα των εργαζομένων, αλλά και οι λοιποί φορείς-εκπρόσωποι των συμμετόχων, θα έχουν ισότιμο ρόλο και λόγο. Αλλιώς η ΕΚΕ θα μείνει στο επίπεδο των ευχών, των χορηγιών και των δημοσίων σχέσεων, θα γίνει υπόθεση κάποιων μεμονωμένων εταιρειών συμβούλων, που θα απονέμουν ή όχι τα σχετικά «εύσημα», με κίνδυνο η όλη ιδέα να εξαργυρωθεί με υπερκέρδη, ή και με παραπλάνηση καταναλωτών και επενδυτών.
  • Æ Πέρα από τον κατάλογο των «κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρήσεων», με εύλογη προβολή των αντίστοιχων «καλών πρακτικών», πρέπει να υπάρχει και κατάλογος επιχειρήσεων που παραβιάζουν αυτά τα κριτήρια. Η Ομοσπονδία εκτιμά πως τόσο η θετική, όσο και η αρνητική προβολή, με ενημέρωση και κινητοποίηση των καταναλωτών κ.α ενεχόμενων φορέων, είναι όπλο στα χέρια της κοινωνίας των πολιτών, απέναντι σε παραπλανητικές, καταχρηστικές και κοινωνικά ανεύθυνες πρακτικές.

 

Οι θέσεις της ΟΤΟΕ συμπυκνώνουν την αντιφατική, μέχρι σήμερα, εμπειρία από τις πρακτικές των επιχειρήσεων του κλάδου.

 

Από τη μια υπάρχουν ολιγάριθμες, αλλά αξιόλογες προσπάθειες, που περιλαμβάνουν ειδικούς επιχειρησιακούς Απολογισμούς Κοινωνικής Ευθύνης, την κατάρτιση και υλοποίηση διμερών επιχειρησιακών σχεδίων Ισότητας, αλλά και τη δημοσιοποίηση, από ορισμένες Τράπεζες, λεπτομερών ετήσιων Κοινωνικών Απολογισμών, με τη μορφή και τις θεματικές ενότητες που επεξεργάστηκε το διμερές Κλαδικό Παρατηρητήριο Απασχόλησης, σύμφωνα με τη ΣΣΕ ΟΤΟΕ-Τραπεζών του 1996.

 

Από την άλλη, εντοπίζονται αρνητικά παραδείγματα, όπως :

 

  • F συχνές παραβιάσεις ισχυουσών ΣΣΕ, συμφωνιών και εργατικών νόμων,
  • F σκόπιμη αδιαφάνεια στα συστήματα αξιολόγησης - υπηρεσιακής εξέλιξης του προσωπικού και των στελεχών
  • F απουσία διαρκούς και συγκροτημένης εργοδοτικής εκπροσώπησης στον τραπεζικό κλάδο, κάτι που όχι μόνο αποτελεί αρνητική εξαίρεση στη χώρα μας, αλλά δυσχεραίνει κάθε έννοια ουσιαστικού διμερούς διαλόγου, σε ένα κλάδο -κατά τα λοιπά- πρωτοπόρο και αιχμής.
  • F άρνηση συζήτησης και κατευθείαν απόρριψη των διεκδικήσεων της ΟΤΟΕ για από κοινού διαμόρφωση πλαισίων και αρχών κοινωνικού σχεδιασμού, προστασίας της απασχόλησης, προώθησης της διαφάνειας και των ίσων ευκαιριών με σχέδια και στόχους κοινής αποδοχής κ.α.
  • F ετήσιοι Κοινωνικοί Απολογισμοί, που ενώ αναδεικνύουν λεπτομερώς και επιλεκτικά τα επιτεύγματα, παραλείπουν να αναφερθούν στην τύχη της απασχόλησης μετά από εκτεταμένες ιδιοκτησιακές αλλαγές, στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, στις παροχές που χορηγούν στους εργαζόμενους χάρη στις συμβάσεις αυτές, ακόμα και στην ύπαρξη συλλογικών εργασιακών σχέσεων και συλλογικής εκπροσώπησης στο χώρο τους.
  • F η αδιαφορία ορισμένων επιχειρήσεων του κλάδου απέναντι στις εργασιακές και τις κοινωνικές τους επιδόσεις, επομένως και απέναντι σε κάθε έννοια Κοινωνικού Απολογισμού, για ενημέρωση των μετόχων και των συμμετόχων τους.
  • F η χρησιμοποίηση ασαφών ή και παραπλανητικών διαφημίσεων για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους
  • F «Κώδικες δεοντολογίας», με τους οποίους η επιχείρηση προσπαθεί να επιβάλλει μονομερώς και στο όνομα της ΕΚΕ, νέες υποχρεώσεις για …τους εργαζόμενους, αντί να αποσαφηνίσει τις δικές της –και μόνο- δεσμεύσεις, απέναντι στους λοιπούς συμμετόχους της (εργαζόμενους, πελάτες, προμηθευτές, τοπικές κοινωνίες κ.α).

 

Οι ενστάσεις και η καχυποψία του σ.κ. απέναντι σε επιχειρήσεις, που κατά τα άλλα σπεύδουν να αποσπάσουν εύσημα κοινωνικής υπευθυνότητας, έχουν τη βάση τους σε τέτοιες αρνητικές πρακτικές.

 

Με αυτά τα δεδομένα, τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και οι προφανώς ενδιαφερόμενοι για την έκβαση του εγχειρήματος «συμμέτοχοι», έχουν να διανύσουν πολύ και εξαιρετικά δύσβατο δρόμο, για να υπάρξει πραγματική πρόοδος και να μην αποδειχθεί η ΕΚΕ ακόμα μια περαστική μόδα, ένα ακόμα άδειο κέλυφος «καλών προθέσεων», χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα.

 


[1] Για μια πολυεθνική επιχείρηση, «τοπική κοινωνία» μπορεί να είναι μια ολόκληρη χώρα.

[2] Milton Friedman, New York Times Magazine, 1970

[3] Σύμφωνα με τον Peter Pruzan, Professor emeritus, Copenhagen Business School.

[4] Το Φόρουμ αυτό συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περιλαμβάνει οργανώσεις εργαζομένων, εργοδοτών και διάφορους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, (λ.χ. ενώσεις καταναλωτών, περιβαλλοντικές ενώσεις κ.α)

[5] Μεταξύ άλλων, PORTER M. “ The Competitive Advantage of Nations”, HBR, 1990, PORTER M. & KRAMER “Philanthropy’s new agenda: creating value”, Harvard Business Review, November-December 1999.

[6] Uni-Europa Finance /Υλικά για την Ε.Κ.Ε στον τραπεζικό κλάδο, Νοέμβριος 2002