Βασιλική Ν. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Δρ. Οικονομίας της Εργασίας
Ειδική Σύμβουλος της ΟΤΟΕ
Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια:
Πολιτικές ελεημοσύνης, ή πλαίσια ρύθμισης για δικαιότερη διανομή του παγκόσμιου πλούτου;
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της παγκόσμιας «βιώσιμης και αειφόρας» ανάπτυξης, η παγκοσμιοποίηση και η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση θα μειώσουν «αργά ή γρήγορα» τη φτώχεια και θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, ενώ ο παγκόσμιος πλούτος εξακολουθεί να αυξάνεται, την ίδια στιγμή σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού σε ολόκληρο τον πλανήτη στερείται ακόμα και των στοιχειωδέστερων μέσων επιβίωσης, ενω οι ανισότητες συνεχώς διευρύνονται: Η αναλογία εισοδήματος του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% είναι σήμερα 74 προς 1, έναντι 30 προς 1 το 1960.
Σε απόλυτη φτώχεια (οριζόμενη ως ημερήσιο εισόδημα κάτω από 1 δολάριο) βρίσκονται πάνω από 1 δις συνάνθρωποί μας (22,7% του παγκόσμιου πληθυσμού), με ποσοστά που φτάνουν το 46,7% στην Υποσαχάρια Αφρική, 36,9% στη Ν. Ασία, έναντι 3,6% στην Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία.
Εάν ωστόσο υπολογίσουμε τη σχετική φτώχεια (με βάση το όριο φτώχειας που χρησιμοποιεί κάθε χώρα), το ποσοστό των φτωχών παγκόσμια αυξάνεται σε 32,1%, με τα αντίστοιχα ποσοστά να ανεβαίνουν σε 25,6% στην Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία το 1998 και σε 51,4% στη Λατινική Αμερική!
Αφήνοντας κατά μέρος τις περιστασιακές εξάρσεις «γενναιοδωρίας» –περισσότερο λόγων και εκκλήσεων, παρά ουσιαστικής πρόθεσης για μεταφορά πόρων, πόσο μάλλον για δικαιότερη διανομή του παγκόσμιου πλούτου- ορισμένων ανεπτυγμένων χωρών, για τον περιορισμό της απόλυτης φτώχειας στις χώρες που παρουσιάζουν τις πιο ακραίες μορφές ένδειας, το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική παγκόσμια κοινωνική παρέμβαση και ρύθμιση, για την εξάλειψη της απόλυτης αλλά και της σχετικής φτώχειας στις αναπτυσσόμενες και στις ανεπτυγμένες χώρες;
Αρκετοί μελετητές, όπως ο P. Townsend[1], επικρίνουν τις πολιτικές των διεθνών Οργανισμών (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, ΠΟΕ) και των 7 ισχυρότερων κρατών, ως υπαίτιες για την όξυνση της ανισότητας και της φτώχειας διεθνώς, διότι οι πολιτικές αυτές:
Στην πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ τονίζεται ότι οι ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να διπλασιάσουν τη βοήθειά τους προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ώστε να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι στόχοι του «Προγράμματος της Χιλιετίας». Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε το 2000, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, έχοντας ως στόχο τη μείωση της φτώχειας κατά 50% ως το 2015 . Στην ‘Εκθεση σημειώνεται ότι από τις ανεπτυγμένες χώρες, μόνο η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία προσφέρουν σήμερα πάνω από 0,7% του ΑΕΠ τους σ’ αυτή την υπόθεση, ενώ οι ΗΠΑ μόλις το 0,15% ! Κατά μέσο όρο, τα πλουσιότερα κράτη δίνουν μόλις 0,25% του ΑΕΠ τους, ενώ ο ΟΗΕ τους ζητά να αυξήσουν αυτό το ποσοστό σε 0,44% το 2006 και σε 0,7% το 2015.
Στην πράξη, δεν διαφάνηκε μέχρι σήμερα η παραμικρή πρόθεση των ανεπτυγμένων χωρών να μοιραστούν οικειοθελώς τον πλούτο τους με τις αναπτυσσόμενες. ‘Αλλωστε γιατί να κάνουν κάτι, το οποίο συνειδητά απορρίπτουν για την καταπολέμηση της φτώχειας στο εσωτερικό της δικής τους χώρας;
Οι πολιτικές των διεθνών φορέων και οργανισμών, αλλά και της Ε.Ε, περιορίζονται συνήθως σε εκκλήσεις, σε διακηρύξεις και σε συστάσεις για «κοινωνική ανάπτυξη» των «τριτοκοσμικών» εταίρων τους στο διεθνές εμπόριο, για περισσότερη «βοήθεια» των πλουσιότερων προς τις φτωχότερες χώρες και για «κοινωνική υπευθυνότητα» των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
‘Εχουν αυτά το παραμικρό αποτέλεσμα απέναντι σε τόσο οξυμένα προβλήματα φτώχειας και κοινωνική ανισότητας;
Μπορούν να έχουν αποτέλεσμα όταν:
‘Ετσι, λ.χ. οι «πλεονάζοντες» εργαζόμενοι της Κίνας (που εκτιμώνται σε τουλάχιστον 200 εκατομμύρια...), αλλά και χιλιάδες εργαζόμενοι των χωρών (και των υποψήφιων χωρών) της Διεύρυνσης, αναζητώντας δουλειά με όρους που κανείς ευρωπαίος εργαζόμενος δεν θα δεχόταν, ανοίγουν την όρεξη των απανταχού κεφαλαιούχων για επιστροφή σε λογικές κοινωνικής αυθαιρεσίας και σε μοντέλα προπολεμικής ανταγωνιστικότητας, βασισμένα στην υποβάθμιση της ανθρώπινης εργασίας.
Τέτοιες τάσεις, που τον τελευταίο καιρό αναγορεύονται και στη χώρα μας σε...πεμπτουσία σύγχρονων μεταρρυθμίσεων, είναι φυσικό να εντείνονται σε συνθήκες συνειδητής αποδόμησης του κοινωνικού Κράτους, ενίσχυσης του νέο-φιλελευθερισμού και συρρίκνωσης του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου σε μέτρα και συνταγές «στοχευμένης κοινωνικής φιλανθρωπίας», απευθυνόμενα αποκλειστικά σε όσους έχουν τη μεγαλύτερη, ή μάλλον την πιο κραυγαλέα, ανέχεια.
Αυτές οι φιλανθρωπικές παρεμβάσεις αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο περιστασιακά μπαλώματα, αφήνοντας άθικτα τα γενεσιουργά αίτια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η αντιμετώπιση αυτών των αιτίων απαιτεί αντίθετα ισχυρό κοινωνικό Κράτος, ενιαίες και καθολικής εμβέλειας αναδιανεμητικές παρεμβάσεις, ευρύτερη κοινωνική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης και της παντοκρατορίας των αγορών.
Κοινωνικός Αποκλεισμός και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο.
‘Οπως είδαμε στα προηγούμενα, δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων ούτε για τις πραγματικές διαστάσεις, ούτε για τις μεθόδους αντιμετώπισης της φτώχειας παγκοσμίως. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα όταν αναφερόμαστε στον κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς και στα φαινόμενα που τον τροφοδοτούν και τον αναπαράγουν, ακόμα και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Το ξεκαθάρισμα αυτής της έννοιας είναι βασικό, αφού ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι κυρίαρχη θεματολογία στις αναλύσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης για την κοινωνική πολιτική .
Σύγχρονες μελέτες[2] εντοπίζουν τρεις βασικές προσεγγίσεις του κοινωνικού αποκλεισμού, με εξαιρετικά αποκλίνουσες μεταξύ τους ιδεολογικές παραδοχές και για την έννοια και για τους μηχανισμούς δημιουργίας της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες:
Οι δυο τελευταίες προσεγγίσεις, ιδίως η τελευταία, κυριαρχούν στα βασικά κείμενα της Ε.Ε, στους στόχους της Λισσαβώνας, στα εθνικά ΕΣΔΑ και στις πάσης φύσεως μελέτες και αναλύσεις περί κοινωνικής πολιτικής στις χώρες της Ε.Ε. Σ’ αυτές τις αναλύσεις, η φτώχεια και οι κοινωνικές διακρίσεις εμφανίζονται ως αποτέλεσμα μιας «μη φυσιολογικής» διάσπασης ή ρήγματος στην κοινωνική συνοχή, που θa έπρεπε, κανονικά, να εξασφαλίζεται σχεδόν αυτόματα από τον υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας.
Εξ ού και οι συστάσεις για συνεχή προσαρμογή των οικονομικά ενεργών στις απαιτήσεις της αγοράς, για «ενεργοποίηση» των οικονομικά ανενεργών (στόχος της Λισσαβώνας), των ηλικιωμένων (με άνοδο της ηλικίας συνταξιοδότησης) κλπ, σε συνδυασμό με την αναγκαία «επίδειξη αλληλεγγύης» όσων έχουν εργασία προς αυτούς που δεν έχουν.
Σε αυτή την προσέγγιση, τα προβλήματα και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων εκμηδενίζονται, κατ’ άλλους «κακώς υπάρχουν», όσο υπάρχουν οι εκτός αγοράς αποκλεισμένοι, οι φτωχοί και οι άνεργοι.
Αλλά και στους ίδιους τους κοινωνικά αποκλεισμένους αποδίδεται ισχυρό μερίδιο ευθύνης («μη προσαρμοστικότητα»), ενω το κοινωνικό Κράτος περιορίζεται στο να φροντίζει στοχευμένα, (και σίγουρα πιο φθηνά από ότι θα προϋπέθεταν οι παλαιότερες λογικές καθολικής αναδιανομής...) την επανένταξη όσων απόκληρων έχουν το σοβαρότερο πρόβλημα.
Επειδή πολύς λόγος γίνεται για το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» και για τις προοπτικές διατήρησης ή αντίθετα ανατροπής του στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, πέρα από τις κρατούσες σήμερα απόψεις και θέσεις των οργάνων της Ε.Ε, διατηρούνται μέχρι σήμερα σαφώς διακριτές κατηγορίες κοινωνικού Κράτους και ανάλογα διαφοροποιημένα συστήματα κοινωνικής προστασίας στην Ευρώπη, τα οποία φωτίζουν σε μεγάλο βαθμό τις υπάρχουσες διαφορές ως προς την οικονομική ανισότητα, αλλά και ως προς τις ερμηνείες και τις πολιτικές αντιμετώπισης του κοινωνικού αποκλεισμού σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Σχηματικά [3], μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα:
Η απόσταση που χωρίζει τα παραπάνω μοντέλα κοινωνικού κράτους από τις κρατούσες σήμερα απόψεις για τη δέουσα αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη, είναι για τα περισσότερα από αυτά, πλην του αγγλοσαξωνικού, σημαντική.
Με αυτά τα δεδομένα και ενόψει της κυοφορούμενης επικράτησης, στο χώρο της διευρυμένης Ευρώπης, ενός κατά το δυνατόν ομοιόμορφου «νέου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», ανοίγονται νέα πεδία προβληματισμών, αντιπαραθέσεων και –πιθανότατα- ανατροπών.
Aυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τους αυξημένους κινδύνους περιθωριοποίησης σημαντικότατων κατηγοριών του πληθυσμού, που εδω και χρόνια εντοπίζονται από μελέτες στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού για το συνδικαλιστικό κίνημα και για όσους διεκδικούν ουσιαστική ανάπτυξη με πραγματική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή στο χώρο της Ενωμένης Ευρώπης.
[1] Βλέπε σχετικά P. TOWNSEND « Για μια αναθεώρηση της διεθνούς κοινωνικής πολιτικής ενάντια στη φτώχεια» στο ΠΕΤΜΕΤΖΙΔΟΥ Μ. - ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Χ. (επιμ.) «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός», σελ. 115-158, Εκδόσεις Εξάντας, 2004.
[2] Για περισσότερα βλέπε στο LEVITAS R. «Τι είναι κοινωνικός Αποκλεισμός» στο ΠΕΤΜΕΤΖΙΔΟΥ Μ. - ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Χ. (επιμ.) «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός», σελ. 225-265, Εκδόσεις Εξάντας, 2004.
[3] Σύμφωνα με τη σχηματοποίηση των ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ- ΠΕΤΜΕΤΖΙΔΟΥ (2004), στη μελέτη τους «Ανισότητα, Φτώχεια και αναδιανομή μέσω των κοινωνικών μεταβιβάσεων: Η Ελλάδα σε συγκριτική προοπτική», στο ΠΕΤΜΕΤΖΙΔΟΥ Μ. - ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Χ. (επιμ.) «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός», οπ. παρ, σελ. 307-366, ιδ. σελ. 328-329.